πλήρης

πλήρης
ης, ήρες
1) прям. , перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;

καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;

λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);

2) полный, целый, весь;

πλήρης συλλογή — полный комплект;

πλήρης κατάστασις — полный список;

άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;

3) полный, абсолютный; совершённый;

πλήρης αλήθεια — совершенная правда;

πλήρης επιτυχία — полный успех;

πλήρης υγείας — совсем здоровый;

πλήρης θάρρους — очень смелый;

πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;
παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;

σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;

§ πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;

πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;

εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;

εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;

εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;

εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "πλήρης" в других словарях:

  • πλήρης — full of masc/fem acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… …   Dictionary of Greek

  • πλήρης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος, άφθονος, ακέραιος, άρτιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληρέστερον — πλήρης full of adverbial comp πλήρης full of masc acc comp sg πλήρης full of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρει — πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλήρης full of masc/fem/neut dat sg πλήρεϊ , πλήρης full of dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρη — πλήρης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρεστάτων — πλήρης full of fem gen superl pl πλήρης full of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρεστέρων — πλήρης full of fem gen comp pl πλήρης full of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρέστατα — πλήρης full of adverbial superl πλήρης full of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρέστατον — πλήρης full of masc acc superl sg πλήρης full of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῆρες — πλήρης full of masc/fem voc sg πλήρης full of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»